Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Μια ιστορία, μια διαμαρτυρία

11 Σεπτεμβρίου 2009. Ημέρα αγιασμού στα σχολειά κι εγώ επιστρέφω στο σπίτι μου μετά τον αγιασμό. Τα δυο μου σκυλιά, ο Ορφέας, πέντε χρόνων, ένας τεράστιος λευκός ελληνικός ποιμενικός, αγαθός και καλόψυχος, και η Μυρτώ, μόλις λίγων μηνών, αγνώστου ράτσας, με υποδέχονται με αγάπη. Έξω από το σπίτι είναι και η δίχρονη αδέσποτη μικρούλα, που έχει γίνει μανούλα πριν ένα μήνα. Μου κουνάει την ουρά και περιμένει την τροφή της. Τα δυο σκυλιά μου βγαίνουν να παίξουν για λίγο μαζί της, όπως κάνουν πάντα, κι εγώ αφήνω την πόρτα μισάνοιχτη, για να ξαναμπούν. Αρχίζω τις δουλειές στο σπίτι με τη μουσική να με συντροφεύει και κάποια στιγμή βγαίνω να δω τι γίνονται τα σκυλάκια μου. Ο Ορφέας, ο σοβαρός της παρέας, έχει επιστρέψει, αλλά οι δυο μικρές παίζουν ακόμα στο παρκάκι δίπλα. Φωνάζω τη Μυρτώ που με αγνοεί και αποφασίζω να τις αφήσω για λίγο ακόμα να συνεχίσουν το παιχνίδι. Οι δουλειές με απορροφούν και ξεχνιέμαι για μισή ώρα, όταν το κουδούνι του σπιτιού χτυπάει με ένταση. Είναι η γειτόνισσα η οποία με καλεί κατατρομαγμένη λέγοντάς μου πως ο Ορφέας είναι στην αυλή της σε κακό χάλι. Τρέχω με την ψυχή στο στόμα και όταν τον αντικρίζω το σοκ με παραλύει. Καταλαβαίνω αμέσως πως τον έχουν δηλητηριάσει, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Τον αρπάξαμε απ’ του χάρου τα χέρια άλλη μια φορά, όταν ήταν μονάχα έξι μηνών. Μόνο που τώρα είναι σε χειρότερη κατάσταση. Το γιγαντόσωμο ζωάκι μου, που μοιάζει με πολική αρκούδα στην εμφάνιση, τρέμει ολόκληρο και αφροί τινάζονται απ’ το στόμα του, λες κι έχει καταπιεί την αφρισμένη θάλασσα. Τα μαύρα γλυκά του μάτια με κοιτάζουν με τρόμο ικετευτικά, καθώς προσπαθεί να με πλησιάσει. Τα πόδια του όμως τρέμουν και δεν τα καταφέρνει.
Επιστρέφω στο σπίτι μου έντρομη και τηλεφωνώ στον κτηνίατρο. Με συμβουλεύει και, αρπάζοντας τις ληγμένες ατροπίνες που βρίσκονταν στο ψυγείο μου από την προηγούμενη δηλητηρίαση στα χέρια, γυρνώ κοντά του. Τις καρφώνω με τρεμάμενα χέρια στο πόδι του, ενώ η γειτόνισσα μου διηγείται πώς, αφού δεν κατάφερε να ειδοποιήσει εμένα ο Ορφέας, πήγε στο δικό της σπίτι και χτυπούσε με τα πόδια του την πόρτα της ζητώντας βοήθεια. Ποιος λέει πώς τα ζώα δεν έχουν λογική κι αισθήματα;
Ο άντρας μου έρχεται κουβαλώντας μαζί του κι άλλα φάρμακα. Η ώρα περνάει δύσκολα, καθώς περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει, αν θα καταφέρουμε να τον γλιτώσουμε. Σιγά σιγά ησυχάζει και ανασαίνοντας ανακουφισμένοι τον οδηγούμε σπίτι. Θέλουμε να δούμε τι κάνει και η Μυρτώ, που στο μεταξύ είχε γυρίσει στο σπίτι. Τρέμει κι αυτή, καθώς πρόλαβε να γλείψει λίγο δηλητήριο και οι ατροπίνες που καρφώνονται και στο δικό της πόδι την ησυχάζουν. Κατόπιν ψάχνουμε να βρούμε την αδέσποτη σκυλίτσα, αλλά είναι εξαφανισμένη. Ξαμολιούνται παιδιά κι ανίψια στην αναζήτησή της, μα δεν τη βρίσκουμε πουθενά. Το μικρό της μωράκι ξεπροβάλλει απ’ την κρυψώνα του και την αναζητάει κλαψουρίζοντας. Δε θα τη δει ποτέ ξανά. Τη βρίσκουμε την επόμενη ημέρα νεκρή, με το θάνατο ζωγραφισμένο στα καστανά της μάτια και την γκριμάτσα του πόνου χαραγμένη στο πρόσωπό της. Το «γιατί» βροντοφωνάζεται δίχως λόγια από ολόκληρη την εικόνα της, αλλά θα μείνει για πάντα αναπάντητο όπως και τόσων άλλων τετράποδων που χάνουν τη ζωή τους με φριχτούς πόνους που το χέρι κάποιου «ανθρώπου» τους έχει «φιλοδωρήσει».
Ο Ορφέας ήταν για μέρες στα πρόθυρα του θανάτου. Έπαθε πνευμονικό οίδημα και χρειάστηκαν κορτιζόνες, για να συνέλθει. Τα πνευμόνια του, χτυπημένα απ’ το δηλητήριο και την αρρώστια που εκείνο έφερε, μισοσάπισαν, καταφέραμε όμως να τον γλιτώσουμε. Αλλά έμεινε το άσθμα να του θυμίζει, να μας θυμίζει, πως υπάρχουν άνθρωποι και απάνθρωποι. Που ρίχνουν τροφή με δηλητήριο στα άτυχα ζωάκια δίχως δισταγμό, επικίνδυνα μέλη της κοινότητας των ανθρώπων. Γιατί όποιος έτσι αδίστακτα καταδικάζει σε θάνατο κάποιο ζώο δε θα διστάσει να αφαιρέσει και ανθρώπινη ζωή. Όταν ρίχνει τις φόλες στις παιδικές χαρές, ανάμεσα σε κούνιες και τσουλήθρες, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να πράξει τα χειρότερα. Και το πιο οδυνηρό απ’ όλα είναι ότι διαπιστώνουμε πως ζούμε σε ένα κράτος δίχως κανόνες. Ένα κράτος που οι νόμοι του υπάρχουν μονάχα, για να παραβιάζονται δίχως τιμωρία, και οι διακηρύξεις του για δικαιώματα στα ζώα παραμένουν μονάχα στα χαρτιά και στα λόγια.
Αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω αυτή την ιστορία τόσους μήνες μετά, γιατί δεν κατάφερα να συμμετάσχω στη διαμαρτυρία για τη δηλητηρίαση των ζώων που εκδηλώθηκε μπροστά στα δημαρχεία όλης της χώρας λίγες μέρες νωρίτερα, στις 26 Ιουνίου. Έτσι, σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας κι αυτή. Όπως ο ήχος της αναπνοής του Ορφέα που τραχύς και δύσκολος φτάνει κάθε βράδυ στ’ αυτιά μου, καθώς κουρνιάζει κάτω απ’ το παράθυρό μου, έτσι όπως αγωνίζεται για την κάθε ανάσα του. Ένας ήχος που θα μου θυμίζει πάντα την κακία κάποιων που θέλουν να ονομάζονται κι αυτοί άνθρωποι. Μονάχα που δεν είναι…